ακοπάνιστος

ακοπάνιστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει κοπανιστεί, δεν έχει χτυπηθεί με κόπανο για να τριφτεί «ακοπάνιστο αλάτι», ή στο αλώνισμα «ακοπάνιστο σιτάρι», για να αφαιρεθεί το βούτυρο «ακοπάνιστο γάλα», για να φύγουν οι λεκέδες «ακοπάνιστα ρούχα», «ακοπάνιστες ελιές», οι ατσάκιστες
2. εκείνος που δεν έχει χτυπηθεί με κόπανο (αποδίδεται σε ανθρώπους)
3. όποιος δεν έχει ευνουχιστεί με το να τού σπάσουν τους όρχεις (αποδίδεται σε ζώα)
4. εκείνος που δεν τόν έχουν προσβάλει
5. (η γυναίκα) που δεν χτυπιέται ή δεν έχει χτυπηθεί (με άσεμνη σημασία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + κοπανιστός < κοπανίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακοπάνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν κοπανίστηκε, δεν αλέστηκε: Τοπιπέρι είναι ακοπάνιστο. 2. αυτός που δε χτυπήθηκε: Το χταπόδι δε βράζει γιατί είναι ακοπάνιστο. 3. αυτός που δεν επιτιμήθηκε, δε δάρθηκε: Σήκωσε κεφάλι ο γιος σου, γιατί τον άφησες ακοπάνιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άτριφτος — η, ο (AM ἄτριπτος ον) 1. ατριβής, αυτός που δεν έχει φθαρεί ή σκληρυνθεί από την πολλή χρήση 2. (για στάρι) ανάλεστος, ακοπάνιστος 3. αγύμναστος, άπειρος, άμαθος νεοελλ. αυτός που δεν επιδέχεται τριβή, που δεν μπορεί να τον τρίψει κανείς αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ανέρεικτος — ἀνέρεικτος (κ. ικτος), ον (Α) αυτός που δεν έχει αλεστεί, ακοπάνιστος, άτριφτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ερειχτός «αλεσμένος» < ερείκω «σχίζω, κοπανίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ατσάκιστος — ατσάκιστος, η, ο και ατσάκιγος, η, ο επίρρ. α 1. άσπαστος, ακοπάνιστος: Αλατίσαμε και κάμποσες ελιές ατσάκιστες. 2. αυτός που δεν έχει δίπλες: Φορούσε ένα κοστούμι ατσάκιστο. 3. ακατάβλητος: Ζούσε ατσάκιστη από τις συμφορές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”