- ακοπάνιστος
- -η, -ο1. αυτός που δεν έχει κοπανιστεί, δεν έχει χτυπηθεί με κόπανο για να τριφτεί «ακοπάνιστο αλάτι», ή στο αλώνισμα «ακοπάνιστο σιτάρι», για να αφαιρεθεί το βούτυρο «ακοπάνιστο γάλα», για να φύγουν οι λεκέδες «ακοπάνιστα ρούχα», «ακοπάνιστες ελιές», οι ατσάκιστες2. εκείνος που δεν έχει χτυπηθεί με κόπανο (αποδίδεται σε ανθρώπους)3. όποιος δεν έχει ευνουχιστεί με το να τού σπάσουν τους όρχεις (αποδίδεται σε ζώα)4. εκείνος που δεν τόν έχουν προσβάλει5. (η γυναίκα) που δεν χτυπιέται ή δεν έχει χτυπηθεί (με άσεμνη σημασία).[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + κοπανιστός < κοπανίζω].
Dictionary of Greek. 2013.